εστιάτορας

εστιάτορας
[-ωρ (-ορός)] ο содержатель ресторана

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εστιάτορας" в других словарях:

  • εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… …   Dictionary of Greek

  • εστιάτορας — ο ο ιδιοκτήτης εστιατορίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑστιάτορας — ἑστιά̱τορας , ἑστιάτωρ one who gives a banquet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • ιστιάτωρ — ἱστιάτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. εστιάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιάτωρ*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • κλήτωρ — κλήτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. κλητήρ* 2. αυτός που παρέχει δείπνο, εστιάτορας 3. αυτός που επικαλείται τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλητήρ*, εμφανίζει επίθημα τωρ (πρβλ. φρά τωρ / φρα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»